- τροτσκισμός
- οκίνηση διαρκούς σοσιαλιστικής επανάστασης ιδρυμένη από το Ρώσο επαναστάτη Λ. Τρότσκι (1879-1940).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τροτσκισμός — ο, Ν 1. μαρξιστικό ιδεολογικό δόγμα βασισμένο στη θεωρία τής διαρκούς επανάστασης που πρώτος ανέπτυξε ο Λέων Τρότσκι, ένας από τους κορυφαίους θεωρητικούς τού Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος τών Μπολσεβίκων και ηγετική φυσιογνωμία τής… … Dictionary of Greek
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek
κομουνισμός — Θεωρία που υποστηρίζει την αντίληψη της κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής και των καταναλωτικών αγαθών, ξεκινώντας από την προϋπόθεση της θεμελιώδους ανθρώπινης ισότητας η οποία, υπό ορισμένες ιστορικές συνθήκες, οργανώνεται σε ένα πρόγραμμα… … Dictionary of Greek
μενσεβίκοι — (mensheviks). Ονομασία της μειοψηφίας του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Ρωσίας. Δημιουργήθηκε το 1903 κατά το B’ Συνέδριο του κόμματος στις Βρυξέλλες και το Λονδίνο, μετά τον διχασμό των σοσιαλιστών σε ένα πλειοψηφικό ρεύμα που αποτέλεσε το… … Dictionary of Greek